μυραίνας

μυραίνας
μῡραίνᾱς , μύραινα
sea-eel
fem acc pl
μῡραίνᾱς , μύραινα
sea-eel
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άλυς — (τουρκ. Κιζίλιρμακ ή Κιζίλ ιρμάκ = κόκκινος χείμαρρος). Ο μεγαλύτερος ποταμός (1.151 χλμ.) της Μικράς Ασίας. Πηγάζει από το Κιοσένταγ, στα όρη μεταξύ Πόντου και Καππαδοκίας, κατευθύνεται ΝΔ και αφού φτάσει περίπου στο κέντρο της Μικράς Ασίας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”